αφηνιασμός

αφηνιασμός
ο (Α ἀφηνιασμός)
το να αφηνιάζει ένα άλογο, το να μην πειθαρχεί σε χαλινάρι
αρχ.
η ανταρσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀφηνιασμός — refusal to obey the reins masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφηνιασμοῖς — ἀφηνιασμός refusal to obey the reins masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφηνιασμοί — ἀφηνιασμός refusal to obey the reins masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφηνιασμοῦ — ἀφηνιασμός refusal to obey the reins masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφηνιασμούς — ἀφηνιασμός refusal to obey the reins masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφηνιασμῷ — ἀφηνιασμός refusal to obey the reins masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφηνιασμόν — ἀφηνιασμός refusal to obey the reins masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφηνίαση — η (Α ἀφηνίασις) ο αφηνιασμός …   Dictionary of Greek

  • διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… …   Dictionary of Greek

  • παρεκτροπή — ή, ΝΑ [παρεκτρέπω] 1. (για ποτάμι) εκτροπή, στροφή 2. μτφ. α) παρέκκλιση από την ευθεία οδό, παραστράτισμα, παραστράτημα, εκτραχηλισμός, ηθικό σφάλμα, ατόπημα β) παραφορά, αφηνιασμός, τρέλα νεοελλ. 1. ναυτ. η εσφαλμένη παρέκκλιση τής μαγνητικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”